- προφυλακτικός
- -ή, -ό / προφυλακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, -ή, -όν Ν [προφυλάσσω]ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ.γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το προφυλακτικόελαστικό περίβλημα τών γεννητικών οργάνων τού άνδρα κατά τη συνουσία για προφύλαξη από μετάδοση νοσημάτων και για αποφυγή γονιμοποίησης2. φρ. «προφυλακτικά μέτρα»(πολ. δίκ.) μέτρα που επιδιώκουν την εξασφάλιση τού αμφισβητούμενου επίδικου δικαιώματος, όπως είναι η εγγύηση, η προσωπική κράτηση κ.λπ.επίρρ...προφυλακτικώς / προφυλακτικῶς ΝΜΑ, και προφυλακτικά ή προφυλαχτικά Νμε τρόπο που να εξασφαλίζει την προφύλαξη.
Dictionary of Greek. 2013.